- ξέθωρος
- η , ο выцветший, линялый (о ткани и т. п.); блёклый (о цвете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέθωρος — η, ο 1. αυτός που έχει χάσει το χρώμα του, ξεθωριασμένος 2. (για χρώμα) αυτός που έχει χάσει την αρχική του ζωηρότητα, άτονος 3. μτφ. αχνός, δυσδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + θωρος (< θ. θωρ τού θωρώ), πρβλ. κοντό θωρος] … Dictionary of Greek
ξέθωρος — η, ο 1. αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος. 2. για χρώμα, το άτονο, το όχι ζωηρό, το όχι έντονο, το ανοιχτό: Δε μ αρέσουν τα ξέθωρα χρώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεθωριάζω — [ξέθωρος] 1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα») 2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση τού χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο») … Dictionary of Greek
παράχρους — ουν και οος, οον, Α αυτός που έχει ψεύτικο, αλλοιωμένο χρώμα, ξεθωριασμένος, ξέθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρους (< χροῦς»χρώμα»), πρβλ. κατά χρους] … Dictionary of Greek
άτονος — η, ο επίρρ. α 1. χαλαρός, αδύναμος: Η απάντησή σου ήταν μάλλον άτονη. 2. όχι ζωηρός, ξέθωρος: Τα χρώματα του πίνακα είναι πολύ άτονα. 3. αυτός που δεν τονίζεται: Οι τύποι «ο», «η», «οι» του άρθρου είναι άτονοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοιχτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο ανοιγμένος: Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. 2. ξεσφραγισμένος, αβούλωτος: Άφησες το μπουκάλι ανοιχτό. 3. ευρύς, πλατύς: Ανοιχτός τόπος κι ευχάριστος. 4. άφραχτος: Το περιβόλι από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό. 5. ελεύθερος: Η αρχαία Αθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξασπρουλιάρης, -α, -ικο — ο ξέθωρος, ο ξεθωριασμένος, αυτός που έχασε το χρώμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)